ἐλατήν

ἐλατήν
ἐλατός
ductile
fem acc sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ἐλάτην — ἐλάτη silver fir fem acc sg (attic epic ionic) ἐλάτης masc acc sg (attic epic ionic) ἐλά̱την , ἐλαύνω drive imperf ind act 3rd dual (epic) ἐλά̱την , λάω 1 imperf ind act 3rd dual ἐλά̱την , λάω 2 seize imperf ind act 3rd dual (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιμήκετος — ον, ΜΑ περιμήκης*, πολύ μακρύς ή πολύ ψηλός (α. «ἐλάτην... περιμήκετον», Ομ. Ιλ. β. «πυραμίδες περιμήκετοι», Ηρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < περιμήκης + κατάλ. ετος (πρβλ. πάγ ετος)] …   Dictionary of Greek

  • υψαύχενος — η, ο / ὑψαύχενος, ον, ΝΜΑ, και ύψαύχην, ενος, ὁ, ἡ, Α μτφ. υπεροπτικός, αλαζόνας, ακατάδεχτος αρχ. 1. (για άλογο) αυτός που κρατά ψηλά το κεφάλι 2. (για φιάλη) αυτός που έχει ψηλό λαιμό 3. (για κάθισμα) αυτός που έχει ψηλό ερεισίνωτο, ψηλή ράχη 4 …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”